- ρινόφυμα
- το, Νιατρ. δυσμορφία τής μύτης που έχει σχέση με την ροδόχροη ακμή και οφείλεται σε υπερτροφία τών σμηγματογόνων αδένων τού δέρματος, η οποία συνεπάγεται οζώδη ή πολύλοβη διόγκωση τού κάτω τμήματος τής μύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinophyma (< ῥίς, ῥινός + φύμα «εξόγκωμα, πρήξιμο»)].
Dictionary of Greek. 2013.